Greek Meaning of monetize
εμπορευματοποίηση
Other Greek words related to εμπορευματοποίηση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of monetize
- monetization => Νομιμοποίηση του χρήματος
- monetise => εκμεταλλεύομαι εμπορικά
- monetisation => νομισματοποίηση
- moneth => μήνας
- monetary value => Χρηματική αξία
- monetary unit => Νομισματική μονάδα
- monetary system => Νομισματικό σύστημα
- monetary standard => Νομισματικό πρότυπο
- monetary resource => Χρηματικοί πόροι
- monetary fund => Νομισματικό ταμείο
Definitions and Meaning of monetize in English
monetize (v)
give legal value to or establish as the legal tender of a country
monetize (v. t.)
To convert into money; to adopt as current money; as, to monetize silver.
FAQs About the word monetize
εμπορευματοποίηση
give legal value to or establish as the legal tender of a countryTo convert into money; to adopt as current money; as, to monetize silver.
No synonyms found.
No antonyms found.
monetization => Νομιμοποίηση του χρήματος, monetise => εκμεταλλεύομαι εμπορικά, monetisation => νομισματοποίηση, moneth => μήνας, monetary value => Χρηματική αξία,