Greek Meaning of sheqels
σίκλοι
Other Greek words related to σίκλοι
- μετρητά
- τσιπς
- νόμισμα
- χρήματα
- Μπακς
- Ψωμί
- Λάχανο
- αλλαγή
- Νόμισμα
- δολάριο
- Ζύμη
- κεφάλαια
- χρυσός
- Πράσινο
- λαχανίδα
- νόμιμο χρήμα
- λάφυρα
- κέρδος
- χρήματα
- χρήματα
- τρυφερό
- πορτοφόλι
- wampum
- χρήματα
- αφθονία
- χαρτονόμισμα
- τραπεζικός λογαριασμός
- πολλά λεφτά
- λογαριασμός
- λάφυρο
- δέσμη
- Κεφάλαιο
- έλεγχος
- ψιλά
- νομίσματα
- προτίμηση
- δεκάρα
- προσχέδιο
- οικονομικά
- Χαρτονομίσματα
- τύχη
- δολάριο
- γρύλος
- γλειφιτζούρι
- σημαίνει
- πολλά χρήματα
- μέντα
- ταχυδρομική επιταγή
- απαραίτητος
- λαμπρότητα
- Χαρτονομίσματα
- Φιστίκια
- σωρός
- ψίχουλα
- χαρτζιλίκι
- Κατσαρόλα
- Συναλλαγματική
- Πλούτος
- κύλισμα
- Γρατσουνιά
- έγγραφο
- κορδόνι παπουτσιού
- είδος
- θησαυρός
- βαμβάκι
- πλούτος
- μέσα
- Νεκροί πρόεδροι
- Μακρύ πράσινο
- πόροι
Nearest Words of sheqels
Definitions and Meaning of sheqels in English
sheqels
a unit of value based on a shekel weight of gold or silver, a coin weighing one shekel, any of various ancient units of weight, a Hebrew unit equal to about 252 grains troy, money
FAQs About the word sheqels
σίκλοι
a unit of value based on a shekel weight of gold or silver, a coin weighing one shekel, any of various ancient units of weight, a Hebrew unit equal to about 252
μετρητά,τσιπς,νόμισμα,χρήματα,Μπακς,Ψωμί,Λάχανο,αλλαγή,Νόμισμα,δολάριο
No antonyms found.
sheqalim => σέκελ (sékel), shepherds => βοσκοί, shepherdesses => Ποιμένες, shenanigans => Σκανδαλιές, shenanigan(s) => κατεργαριά,