Greek Meaning of clunking
θορυβώδης
Other Greek words related to θορυβώδης
- θόρυβος
- ανάκαμψη
- συγκρούοντας
- Καραμπόλα
- σύγκρουση
- κλεφτή
- χτύπημα
- προσκρούομαι
- χτύπημα
- επάλληλος
- αναπήδηση
- παρακάμπτω
- χτύπημα
- φανταστικός
- θόρυβος
- μπάσινγκ
- βούρτσισμα
- επικοινωνία
- συντριβή
- ο οποίος επηρεάζει
- Σπρώξιμο
- φίλημα
- σπρώξιμο
- ωθώντας
- εμβολισμός
- αναπηδώντας
- ξύσιμο
- ξύρισμα
- μικροανάλυση
- εντυπωσιακός
- σάρωση
- σάρωση
- συγκινητικός
- μπουλντόζες
- βόσκηση
- προ(σ)γείωση
- μυώδες
- επείγον
Nearest Words of clunking
Definitions and Meaning of clunking in English
clunking (n)
the sound of a horse's hoofs hitting on a hard surface
FAQs About the word clunking
θορυβώδης
the sound of a horse's hoofs hitting on a hard surface
θόρυβος,ανάκαμψη,συγκρούοντας,Καραμπόλα,σύγκρουση,κλεφτή,χτύπημα,προσκρούομαι,χτύπημα,επάλληλος
χαμένος,χαμηλότερα πατώματος
clunk => κλαγκ, cluniacensian => κλυνυακενσικός, cluniac => κλουνιακός, clung => προσκολλήθηκε, clumsy person => Αδέξιο άτομο,