FAQs About the word powerwash

Πλύσιμο με πίεση

wash before painting to remove old paint and mildew

No synonyms found.

No antonyms found.

power-station worker => Εργαζόμενος σε σταθμό παραγωγής ενέργειας, powerlessness => ανικανότητα, powerlessly => ανήμπορα, powerless => ανίσχυρος, powerhouse => Ηλεκτροπαραγωγός σταθμός,