Greek Meaning of powerwash
Πλύσιμο με πίεση
Other Greek words related to Πλύσιμο με πίεση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of powerwash
- power-station worker => Εργαζόμενος σε σταθμό παραγωγής ενέργειας
- powerlessness => ανικανότητα
- powerlessly => ανήμπορα
- powerless => ανίσχυρος
- powerhouse => Ηλεκτροπαραγωγός σταθμός
- powerfulness => Δύναμη
- powerfully => δυναμικά
- powerful => ισχυρός
- powered => Τροφοδοτούμενος
- power-driven => κινούμενο με ισχύ
Definitions and Meaning of powerwash in English
powerwash (v)
wash before painting to remove old paint and mildew
FAQs About the word powerwash
Πλύσιμο με πίεση
wash before painting to remove old paint and mildew
No synonyms found.
No antonyms found.
power-station worker => Εργαζόμενος σε σταθμό παραγωγής ενέργειας, powerlessness => ανικανότητα, powerlessly => ανήμπορα, powerless => ανίσχυρος, powerhouse => Ηλεκτροπαραγωγός σταθμός,