Greek Meaning of trifler

φαρσέρ

Other Greek words related to φαρσέρ

Definitions and Meaning of trifler in English

Wordnet

trifler (n)

one who behaves lightly or not seriously

Webster

trifler (n.)

One who trifles.

FAQs About the word trifler

φαρσέρ

one who behaves lightly or not seriouslyOne who trifles.

ερασιτέχνης,αρχάριος,Παιδί,αρχάριος,πρωτοετής φοιτητής,χάκινγκ,Χάκερ,Άπειρος,Τσαρλατάνος,νέος αφιχθείς

άσσος,ικανός,τεχνίτης,ειδικός,χέρι,κύριος,Παρελθοντολόγος,Καρχαρίας,κοφτερός,βιρτουόζος

trifled => περιπαίζω, trifle away => χάνω (σπαταλώ) χρόνο, trifle => ασήμαντο, trifistulary => τριφιστουλώδης, trifid bur marigold => Τρίχρωμη βελούδινη μαργαρίτα,