FAQs About the word usitative

συνηθισμένος

Denoting usual or customary action.

No synonyms found.

No antonyms found.

using up => χρησιμοποιώντας, using => χρησιμοποιώντας, ushership => Συνοδεία, usherless => χωρίς θυρωρούς, ushering in => σημαίνοντας την αρχή,