Greek Meaning of pimping
μαστροπεία
Other Greek words related to μαστροπεία
- ονομαστική
- ασήμαντος
- ασήμαντο
- ελαφρύ
- κοτόπουλο
- λεπτό
- ασήμαντος
- Ασημαντος
- ασήμαντος
- ασήμαντος
- θλιβερός
- αμελητέος
- Ενοχλητικός
- αχρείος
- ευτελής
- φιστίκι
- ασήμαντος
- ασήμαντο
- ασήμαντος
- ασήμαντος
- ασήμαντος
- Τρίχα τη βελόν
- ανεπαίσθητος
- ασήμαντος
- κατώτερος
- μικρός
- μέση τιμή
- μονόιππο
- μικροπρεπής
- αδύναμος
- καβγάς
- Σαρδελάκι
- de minimis
- τσιγκουνιά
- φτηνιάρικος
Nearest Words of pimping
Definitions and Meaning of pimping in English
pimping (p. pr. & vb. n.)
of Pimp
pimping (a.)
Little; petty; pitiful.
Puny; sickly.
FAQs About the word pimping
μαστροπεία
of Pimp, Little; petty; pitiful., Puny; sickly.
ονομαστική,ασήμαντος,ασήμαντο,ελαφρύ,κοτόπουλο,λεπτό,ασήμαντος,Ασημαντος,ασήμαντος,ασήμαντος
μεγάλος,σημαντικός,σημαντικός,υλικό,σοβαρός,σημαντικός,ουσιαστικός,συνεπακόλουθος,εμφανής,αξιόλογος
pimpinella anisum => Γλυκάνισος, pimpinella => Πιμπινέλα, pimpinel => pimpinella, pimpillo => pimpillo, pimpernel => ανδράχλη,