Greek Meaning of pimping

μαστροπεία

Other Greek words related to μαστροπεία

Definitions and Meaning of pimping in English

Webster

pimping (p. pr. & vb. n.)

of Pimp

Webster

pimping (a.)

Little; petty; pitiful.

Puny; sickly.

FAQs About the word pimping

μαστροπεία

of Pimp, Little; petty; pitiful., Puny; sickly.

ονομαστική,ασήμαντος,ασήμαντο,ελαφρύ,κοτόπουλο,λεπτό,ασήμαντος,Ασημαντος,ασήμαντος,ασήμαντος

μεγάλος,σημαντικός,σημαντικός,υλικό,σοβαρός,σημαντικός,ουσιαστικός,συνεπακόλουθος,εμφανής,αξιόλογος

pimpinella anisum => Γλυκάνισος, pimpinella => Πιμπινέλα, pimpinel => pimpinella, pimpillo => pimpillo, pimpernel => ανδράχλη,