Greek Meaning of small fry
Σαρδελάκι
Other Greek words related to Σαρδελάκι
- μεγάλος
- αρχηγός
- συνεπακόλουθος
- κυρίαρχος
- μοιραίος
- σημαντικός
- μεγάλος
- υλικό
- ουσιαστικό
- σημαντικός
- διευθυντής
- σημαντικός
- ουσιαστικός
- βαρύς
- αποφασιστικός
- διακριτικός
- εξαίρετος
- εξέχον
- γεγονός γεμάτο γεγονότα
- Εξαιρετικός.
- διάσημος
- μοιραίος
- μεγάλος, καταπληκτικός
- διαπρεπής
- εντυπωσιακός
- διαβόητος
- Εξαιρετικός
- αλαζόνας
- επικράτηση
- περίβλεπτος
- εξέχων
- αξιοσημείωτος
- πολύτιμος
- αξίζει τον κόπο
- άξιος
- σοβαρός
- Καθοριστικής σημασίας
- βασικός
- ουσιαστικός
- θεμελιώδης
- κλειδί
- εξέχων
- Διάσημος
- συντριπτικός
Nearest Words of small fry
- small fortune => μια μικρή περιουσία
- small farmer => Μικροκαλλιεργητής
- small cranberry => κράνο
- small computer system interface => Διεπαφή μικρού υπολογιστικού συστήματος
- small civet => Μικρή λουτρίνα
- small change => ψιλά
- small cell carcinoma => μικροκυτταρικό καρκίνωμα
- small capital => Μικρό κεφαλαίο γράμμα
- small cap => small cap
- small cane => Μικρή ράβδος
- small hours => τις πρωινές ώρες
- small indefinite amount => ένα μικρό αόριστο ποσό
- small indefinite quantity => Μικρή αόριστη ποσότητα
- small intestine => Λεπτό έντερο
- small letter => Μικρό γράμμα
- small loan company => Εταιρία μικροδανεισμού
- small magellanic cloud => Μικρό Σύννεφο του Μαγγελάνου
- small person => μικρό πρόσωπο
- small print => Ψιλά γράμματα
- small ship => Μικρό σκάφος
Definitions and Meaning of small fry in English
small fry (n)
someone who is small and insignificant
a young person of either sex
small fry
a child, of or relating to children, someone or something considered insignificant or minor, minor entry 1 sense 1, unimportant, of, relating to, or intended for children, a recently hatched or juvenile fish, minor, unimportant
FAQs About the word small fry
Σαρδελάκι
someone who is small and insignificant, a young person of either sexa child, of or relating to children, someone or something considered insignificant or minor,
μικρός,ανήλικος,μικρός,φιολί,φρίβολος,τυχαίο,Ασημαντος,ασήμαντος,ασήμαντος,αμελητέος
μεγάλος,αρχηγός,συνεπακόλουθος,κυρίαρχος,μοιραίος,σημαντικός,μεγάλος,υλικό,ουσιαστικό,σημαντικός
small fortune => μια μικρή περιουσία, small farmer => Μικροκαλλιεργητής, small cranberry => κράνο, small computer system interface => Διεπαφή μικρού υπολογιστικού συστήματος, small civet => Μικρή λουτρίνα,