Greek Meaning of widish

Μάλλον πλατύ

Other Greek words related to Μάλλον πλατύ

Definitions and Meaning of widish in English

Webster

widish (a.)

Moderately wide.

FAQs About the word widish

Μάλλον πλατύ

Moderately wide.

ογκώδης,μαζικός,ογκώδης,ευρύ,Ευρύς,Καθίσματα,γεροδεμένος,κοντόχοντρος,παχύς,Χοντρός

καλό,γραμμικός,στενός,βελονοειδής,αδύνατο,λεπτή,αδύνατος,λεπτός,εξασθενημένος,κοντά

widget => Widget, widgeon => σαρκί-σάρκ, widewhere => ευρύ όπου, widespread => ευρέως διαδεδομένος, wide-screen => ευρείας οθόνης,