FAQs About the word gawp

χάσκω

look with amazement; look stupidly

κοιτάζω,Ματιά,κοιτώ επίμονα,χασμουρητό,συνάδελφος,περίεργος,ανοιγοκλείνω τα μάτια,εξετάζω,μάτι,εμμένω

ματιά,ματιά,Περιήγηση,κοιτάω,Τσουτσούρισμα,Σάρωση,βουτάω (μέσα)

gawn => νυχτικό, gawky => άχαρος, gawkiness => Αδεξιότητα, gawker => περίεργος, gawk => κοιτάζω,