FAQs About the word flue stop

Σταμάτημα καπνοδόχου

an organ stop with the tone of a flue pipe

No synonyms found.

No antonyms found.

flue pipe => Καπνοδόχος, flue => καμινάδα, fluctuation => διακύμανση, fluctuating => διακυμάνσεις, fluctuated => διακυμαίνονταν,