Greek Meaning of atypicality
ατυπία
Other Greek words related to ατυπία
- μη φυσιολογικός
- Εξαιρετικός.
- εξαιρετικός
- σπάνιος
- ασυνήθιστος
- μοναδικός
- ασυνήθιστο
- εκκεντρικός
- ανώμαλος
- υπερβαίνων
- απίστευτος
- αισθητός
- μονός
- Εξαιρετικός
- περίεργος
- φαινομενικό
- αξιοσημείωτος
- ενικός
- ασυνήθιστος
- παράξενος/η
- εμφανής
- εκτραπείς
- εκκεντρικός
- ειδικός
- εξαιρετικός
- τέρας
- τρομακτικός
- ακατανόητος
- αδιανόητο
- τερατώδης
- αξιοσημείωτος
- εκκεντρικός
- εκκεντρικός
- υπερφυσικός
- εξέχων
- γραφικό
- εξέχων
- περίεργο
- εντυπωσιακός
- αδιανόητος
- αδιανόητος
- περίεργος
- παρεκκλίνων
- ασυνήθιστος
Nearest Words of atypicality
Definitions and Meaning of atypicality in English
atypicality (n)
any state that is not typical
FAQs About the word atypicality
ατυπία
any state that is not typical
μη φυσιολογικός,Εξαιρετικός.,εξαιρετικός,σπάνιος,ασυνήθιστος,μοναδικός,ασυνήθιστο,εκκεντρικός,ανώμαλος,υπερβαίνων
κοινός,συνήθης,φυσιολογικός,συνηθισμένος,τυπικός,συνήθης,κάθε μέρα,γνώριμος,συχνός,μέτριος
atypical pneumonia => Ατυπική πνευμονία, atypical => άτυπος, atypic => άτυπος, atwo => στα δύο, atwixt => μεταξύ,