Greek Meaning of unscathed
αλώβητος
Other Greek words related to αλώβητος
Nearest Words of unscathed
Definitions and Meaning of unscathed in English
unscathed (s)
not injured or harmed
FAQs About the word unscathed
αλώβητος
not injured or harmed
αβλαβής,αβλαβής,αλώβητος,Εντάξει,εντάξει,υγιής,υγιής,ανέπαφος,ασφαλής,αλώβητος
κατεστραμμένος,πόνος,τραυματισμένος,Καμένο,τραυματισμένος,απειλούμενο,εκτεθειμένο,βλάβη,απειλούμενος,Ανασφαλής
unscapable => αναπόφευκτος, unscale => Αφαλάτωμα, unscalable => Μη επεκτάσιμος, unsay => ανέκφραστο, unsavoury => δυσάρεστος,