Greek Meaning of connecter
συνδετήρας
Other Greek words related to συνδετήρας
Nearest Words of connecter
- connecticut => Κονέκτικατ
- connecticut river => Ποταμός Κονέκτικατ
- connecticuter => κάτοικος του Κονέκτικατ
- connecting flight => πτήση με ανταπόκριση
- connecting rod => Σύνδεσμος
- connecting room => συνδεόμενο δωμάτιο
- connection => σύνδεση
- connective => Σύνδεσμος
- connective tissue => Συνδετικός ιστός
- connectivity => συνδεσιμότητα
Definitions and Meaning of connecter in English
connecter (n)
an instrumentality that connects
FAQs About the word connecter
συνδετήρας
an instrumentality that connects
συνδυάζω,Ζευγάρι,ενσωματώνω,διασύνδεσης,σύνδεσμος,ακολουθία,συνδέω σε σειρά,αλυσίδα,σύνθετο,σύνθεση
διαχωρίζω,αποσύνδεση,Αποσυνδέω,διαίρεση,ξεχωριστό,διαχωρίζω,αποσυνδέω,ξεζεύω,σχίζω,διαχωρίζω
connectedness => συνδεσιμότητα, connected => συνδεδεμένος, connect => συνδέω, connatural => Σύμφυτος, connate => έμφυτος,