Greek Meaning of catenate
συνδέω σε σειρά
Other Greek words related to συνδέω σε σειρά
Nearest Words of catenate
Definitions and Meaning of catenate in English
catenate (v)
arrange in a series of rings or chains, as for spores
catenate (v. t.)
To connect, in a series of links or ties; to chain.
FAQs About the word catenate
συνδέω σε σειρά
arrange in a series of rings or chains, as for sporesTo connect, in a series of links or ties; to chain.
συνδέω,Ζευγάρι,ενσωματώνω,διασύνδεσης,ακολουθία,αλυσίδα,συνδυάζω,σύνθετο,σύνθεση,συζεύγω
διαχωρίζω,αποσύνδεση,Αποσυνδέω,διχάζω,διαίρεση,ξεχωριστό,διαχωρίζω,σχίζω,διαχωρίζω,ασύνδετος
catenary => καθετή, catenarian => κατηναρική, catena => Αλυσίδα, catelectrotonus => Κατελεκτροτονία, catelectrotonic => Καθοδικό ηλεκτροτονικό,