Greek Meaning of catel
Κατέλ
Other Greek words related to Κατέλ
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of catel
- categorized => κατηγοριοποιημένος
- categorize => κατηγοριοποιώ
- categorization => κατηγοριοποίηση
- categorist => κατηγοριστής
- categorised => κατηγοριοποιημένος
- categorise => κατηγοριοποιώ
- categorisation => κατηγοριοποίηση
- categories => κατηγορίες
- categoricalness => κατηγορηματικότητα
- categorically => κατηγορηματικά
Definitions and Meaning of catel in English
catel (n.)
Property; -- often used by Chaucer in contrast with rent, or income.
FAQs About the word catel
Κατέλ
Property; -- often used by Chaucer in contrast with rent, or income.
No synonyms found.
No antonyms found.
categorized => κατηγοριοποιημένος, categorize => κατηγοριοποιώ, categorization => κατηγοριοποίηση, categorist => κατηγοριστής, categorised => κατηγοριοποιημένος,