Greek Meaning of huddler

αγκαλιάζομαι

Other Greek words related to αγκαλιάζομαι

Definitions and Meaning of huddler in English

Wordnet

huddler (n)

a member of a huddle

a person who crouches

Webster

huddler (n.)

One who huddles things together.

FAQs About the word huddler

αγκαλιάζομαι

a member of a huddle, a person who crouchesOne who huddles things together.

συνάντηση,συνάντηση,συνέλευση,κονκλάβιο,Συνέδριο,συνέδριο,σύμβαση,Σύγκληση,Συμβούλιο,Συνάντηση

Οντότητα,μονάδα,αντικείμενο,ανύπαντρος

huddled => Συνωστισμένος, huddle together => Συνωστίζομαι, huddle => ομάδα, huddie leadbetter => Χάντι Λιντμπέτερ, hud => HUD,