Greek Meaning of preconceive
Προκαταλαμβάνω
Other Greek words related to Προκαταλαμβάνω
Nearest Words of preconceive
- preconceived => προκατειλημμένος
- preconceived idea => Προκατάληψη
- preconceived notion => Πρόληψη
- preconceived opinion => προκατάληψη
- preconception => προεμμηνοπαυσιακός
- preconcerted => προσυμφωνημένος
- precondition => προϋπόθεση
- preconditioned => Προϋποθετικός
- precook => προμαγειρεύω
- precooked => Προψημένο
Definitions and Meaning of preconceive in English
preconceive (v)
conceive beforehand
FAQs About the word preconceive
Προκαταλαμβάνω
conceive beforehand
μοίρα,Προκαθορίζω,προβλέπω,προκαταλήψεις,προβλέπω,προορίζω,θείος,χάρος,πρόβλεψη,προκατάληψη
πρόκληση,αμφισβητώ,αρνούμαι,απιστία,έκπτωση,δυσφήμηση,διαμάχη,δυσπιστία,αμφιβολία,ερώτηση
pre-columbian => προκολομβιανός, precognitive => προγνωστικός, precognition => πρόγνωση, precocity => προωριμότητα, precociousness => πρόωρη ανάπτυξη,