Greek Meaning of preclusive

αποκλειστικός

Other Greek words related to αποκλειστικός

Definitions and Meaning of preclusive in English

Wordnet

preclusive (s)

made impossible

FAQs About the word preclusive

αποκλειστικός

made impossible

αποτρέπω,αποτρέπω,προβλέπω,αποφεύγω,προλαμβάνω,Αναχώρηση,βοήθεια,αποφεύγω,παρέχειν,βαλκ

βοήθεια,Βοήθεια,διευκολύνω,υποκινώ,πρόοδος,επιτρέψω,καλλιεργώ,ευκολία,ενθαρρύνω,μπροστά

preclusion => αποκλεισμός, preclude => αποκλείω, preclinical trial => Προκλινική δοκιμή, preclinical test => προκλινική δοκιμή, preclinical phase => προκλινική φάση,