Greek Meaning of preclusive
αποκλειστικός
Other Greek words related to αποκλειστικός
- αποτρέπω
- αποτρέπω
- προβλέπω
- αποφεύγω
- προλαμβάνω
- Αναχώρηση
- βοήθεια
- αποφεύγω
- παρέχειν
- βαλκ
- μπλοκ
- παρακάμπτω
- αντισταθμίζω
- αντίβαρο
- εκτρέπω
- αποτρέπω
- ξεφεύγω
- απόδραση
- αποφεύγω
- αποφεύγω
- απαγορεύω
- απογοητεύω
- καλάθι δώρων
- εμποδίζω
- εμποδίζω
- αναστέλλω
- αρνούμαι
- ουδετεροποιώ
- ακυρώνω
- μετατόπιση
- απαγορεύω
- Καθυστερημένος
- αποθήκευση
- κουνάω
- αποφεύγω
- αποκρούω
- σταματάω
- Ματαιώνω
- Αντισταθμίζω (για)
- αποκρούω (από)
- παρεμβάλλω (σε)
- αναπληρώνω (κάτι σε κάποιον)
- αποκρούω **(off)
Nearest Words of preclusive
- preclusion => αποκλεισμός
- preclude => αποκλείω
- preclinical trial => Προκλινική δοκιμή
- preclinical test => προκλινική δοκιμή
- preclinical phase => προκλινική φάση
- preclinical => Προκλινικός
- precision rifle => Τυφέκιο ακριβείας
- precision cookie => Μπισκοτο με ακριβεια
- precision => ακρίβεια
- preciseness => ακρίβεια
Definitions and Meaning of preclusive in English
preclusive (s)
made impossible
FAQs About the word preclusive
αποκλειστικός
made impossible
αποτρέπω,αποτρέπω,προβλέπω,αποφεύγω,προλαμβάνω,Αναχώρηση,βοήθεια,αποφεύγω,παρέχειν,βαλκ
βοήθεια,Βοήθεια,διευκολύνω,υποκινώ,πρόοδος,επιτρέψω,καλλιεργώ,ευκολία,ενθαρρύνω,μπροστά
preclusion => αποκλεισμός, preclude => αποκλείω, preclinical trial => Προκλινική δοκιμή, preclinical test => προκλινική δοκιμή, preclinical phase => προκλινική φάση,