Greek Meaning of precocial

πρόωρος

Other Greek words related to πρόωρος

Definitions and Meaning of precocial in English

Wordnet

precocial (a)

(of hatchlings) covered with down and having eyes open; capable of leaving the nest within a few days

FAQs About the word precocial

πρόωρος

(of hatchlings) covered with down and having eyes open; capable of leaving the nest within a few days

εξαρτημένος,παρασιτικός,παρασιτικός,συμβιωτικός,συσχετιστικός,αποικιακός,συναινετική,κοινωνικός,κοινωνικός,Κοινωνοϋποδεέστερος

φωλεόφιλα,αυτόνομος,ανεξάρτητος,αντικοινωνικός,μοναχικός,αυτόνομο,αυτάρκης,Ημιαυτόνομος,μόνος,ερημίτης

preclusive => αποκλειστικός, preclusion => αποκλεισμός, preclude => αποκλείω, preclinical trial => Προκλινική δοκιμή, preclinical test => προκλινική δοκιμή,