FAQs About the word digressional

παρέκβαση

Pertaining to, or having the character of, a digression; departing from the main purpose or subject.

έμμεσος,περιπλάνηση,πλανόδιος,αποσπασματικός,παρεκβατικός,παρεκβατικός,διαλογικός,εκδρομικός,άλμα,γκρινιάρης

συνεκτικός,συνεπής,λογικός,άμεσο,εστιασμένος,απλός,εστιασμένος,ακλόνητος

digression => παρέκβαση, digressing => παρεκβατικός., digressed => παρεκκλίθηκε, digress => παρεκβαίνω, digraphic => δίγραφο,