Greek Meaning of digynia
Δικαρπελλία
Other Greek words related to Δικαρπελλία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of digynia
- digynian => διγυνικός
- digynous => διγυνικός
- dihedral => δίεδρος
- dihedron => Δίεδρο
- dihexagonal => διεξαγωνικός
- dihybrid => διυβριδικός
- dihybrid cross => Διασταύρωση δυο γονιδίων
- dihydric alcohol => Διυδρική αλκοόλη
- dihydrostreptomycin => διυδροστρεπτομυκίνη
- dihydroxyphenylalanine => Διυδροξυφαινυλαλανίνη
Definitions and Meaning of digynia in English
digynia (n.)
A Linnaean order of plants having two styles.
FAQs About the word digynia
Δικαρπελλία
A Linnaean order of plants having two styles.
No synonyms found.
No antonyms found.
digue => φράγμα, digs => ανασκαφές, digressively => εμμέσως, digressive => παρεκβατικός, digressional => παρέκβαση,