Greek Meaning of representatively

αντιπροσωπευτικά

Other Greek words related to αντιπροσωπευτικά

Definitions and Meaning of representatively in English

Webster

representatively (adv.)

In a representative manner; vicariously.

FAQs About the word representatively

αντιπροσωπευτικά

In a representative manner; vicariously.

πράκτορας,Πρέσβης,Δικηγόρος,αντιπρόσωπος,αναπληρωτής,διευθυντής,υπουργός,εκπρόσωπος,εκδοχέας,κυλικείο

εκκεντρικός,μη φυσιολογικός,ανώμαλος,άτυπος,εκτραπείς,διακριτικός,Εξαιρετικός.,εξαιρετικός,ακανόνιστος,μη αντιπροσωπευτικός

representative sampling => Αντιπροσωπευτικός δειγματοληψία, representative sample => Αντιπροσωπευτικό δείγμα, representative => αντιπρόσωπος, representationary => αντιπροσωπευτική, representational process => διαδικασία αναπαράστασης,