Greek Meaning of refrainment

αποχή

Other Greek words related to αποχή

Definitions and Meaning of refrainment in English

Webster

refrainment (n.)

Act of refraining.

FAQs About the word refrainment

αποχή

Act of refraining.

Πειθαρχία,Αναστολή,καταστολή,συγκράτηση,καταστολή,Ψυχραιμία,περιορισμός,έλεγχος,Διακριτικότητα,κατοχή

Αποαναστολή,ικανοποίηση,Ακράτεια,ειλικρίνεια,Ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,επιείκεια,Υπερβολή,απεριόριστος,Ανεξέλεγκτο

refraining => αποχή, refrainer => απέχειν, refrained => συγκρατημένος, refrain => ρεφρέν, refragate => τρίβω,