Greek Meaning of intensification
εντατικοποίηση
Other Greek words related to εντατικοποίηση
- εμβαθύνω
- βελτιώνω
- αυξάνω
- ενισχύω
- εστιάζω
- ενισχύω
- ενισχύω
- διευρύνω
- ενοποίηση
- επεκτείνω
- μεγενθύνω
- διπλασιάζω
- ενισχύω
- ακονίζω
- αυξάνω
- επιταχύνω
- επιδεινώνω
- αυξάνω
- τονίζω
- επιβάλλω
- διευρύνω
- ζωντανεύω
- επιδεινώνω
- επεκτείνω
- επιταχύνω
- επιμηκύνω
- Μεγιστοποιώ
- επιταχύνω
- ενισχύω
- ενισχύω εκ νέου
- στρες
- συμπλήρωμα
- ενισχύω
- Βόειο κρέας (περισσότερο)
- τζαζάρω
- σημείο (επάνω)
Nearest Words of intensification
Definitions and Meaning of intensification in English
intensification (n)
action that makes something stronger or more extreme
the act of increasing the contrast of (a photographic film)
intensification (n.)
The act or process of intensifying, or of making more intense.
FAQs About the word intensification
εντατικοποίηση
action that makes something stronger or more extreme, the act of increasing the contrast of (a photographic film)The act or process of intensifying, or of makin
εμβαθύνω,βελτιώνω,αυξάνω,ενισχύω,εστιάζω,ενισχύω,ενισχύω,διευρύνω,ενοποίηση,επεκτείνω
μειώνω,Μείωση,μειώνω,λιγώτερο,μέτριος,μειώνω,εξασθενώ,απαλύνω (κάτω),ανακουφίζω,υποχωρώ
intenseness => ένταση, intensely => έντονα, intense => έντονο, intensative => εντατικός, intensation => εντατικοποίηση,