Greek Meaning of intenseness

ένταση

Other Greek words related to ένταση

Definitions and Meaning of intenseness in English

Webster

intenseness (n.)

The state or quality of being intense; intensity; as, the intenseness of heat or cold; the intenseness of study or thought.

FAQs About the word intenseness

ένταση

The state or quality of being intense; intensity; as, the intenseness of heat or cold; the intenseness of study or thought.

συναίσθημα,ενθουσιασμός,ένταση,πάθος,θερμότητα,Ζήλος,Ζήλος,Ανυπομονησία,ζήλος,Θέρμη

αποξένωση,απάθεια,ηρεμία,Ψυχραιμία,ξηρασία,απαθής,απαρέγκλιτη αταραξία,αδιαφορία,αναλγησία,αναλγησία

intensely => έντονα, intense => έντονο, intensative => εντατικός, intensation => εντατικοποίηση, intensating => Εντατικός,