Greek Meaning of white heat

λευκή θερμότητα

Other Greek words related to λευκή θερμότητα

Definitions and Meaning of white heat in English

Wordnet

white heat (n)

the hotness of something heated until it turns white

FAQs About the word white heat

λευκή θερμότητα

the hotness of something heated until it turns white

συναίσθημα,ενθουσιασμός,ένταση,ένταση,πάθος,θερμότητα,Ζήλος,Ανυπομονησία,ζήλος,ζέση

αποξένωση,απάθεια,ηρεμία,Ψυχραιμία,ξηρασία,απαθής,απαρέγκλιτη αταραξία,αδιαφορία,αναλγησία,Ανανδρία

white goods => Λευκά είδη, white gold => Λευκόχρυσος, white globe lily => Ασπροκρίνος, white fungus => Άσπρο μανίταρι, white fritillary => Φριτιλλάρια η λευκή,