FAQs About the word worrywart

Άνθρωπος που ανησυχεί πολύ

thinks about unfortunate things that might happen

νευρικό ράκος,ανήσυχος,Μοιρολάτρης,Νευρική Νέλι,Νευρική Nelly,ηττοπαθής,Στίφτης ρούχων,απαισιόδοξος

αισιόδοξος,Πόλυ Άννα

worryingly => ανησυχητικά, worrying => ανησυχητικό, worry => ανησυχία, worrit => ανησυχώ, worrisome => ανησυχητικός,