Greek Meaning of worrywart
Άνθρωπος που ανησυχεί πολύ
Other Greek words related to Άνθρωπος που ανησυχεί πολύ
Nearest Words of worrywart
Definitions and Meaning of worrywart in English
worrywart (n)
thinks about unfortunate things that might happen
FAQs About the word worrywart
Άνθρωπος που ανησυχεί πολύ
thinks about unfortunate things that might happen
νευρικό ράκος,ανήσυχος,Μοιρολάτρης,Νευρική Νέλι,Νευρική Nelly,ηττοπαθής,Στίφτης ρούχων,απαισιόδοξος
αισιόδοξος,Πόλυ Άννα
worryingly => ανησυχητικά, worrying => ανησυχητικό, worry => ανησυχία, worrit => ανησυχώ, worrisome => ανησυχητικός,