Greek Meaning of handwringer
Στίφτης ρούχων
Other Greek words related to Στίφτης ρούχων
Nearest Words of handwringer
- hand-wringing => στρίψιμο χεριών
- hand-wringings => κρούειν τας χείρας
- handwriting on the wall => 'γραπτό στον τοίχο'
- handwrought => χειροποίητο
- handymen => εργάτες
- handypeople => τεχνίτες
- handyperson => Πολυτεχνίτης
- hang (around or out) => Περιπλανιέμαι (γύρω ή έξω)
- hang (around) => χαλάω
- hang (at) => κρεμώ (σε)
Definitions and Meaning of handwringer in English
handwringer
an overwrought expression of concern or guilt
FAQs About the word handwringer
Στίφτης ρούχων
an overwrought expression of concern or guilt
Νευρική Nelly,νευρικό ράκος,Νευρική Νέλι,ανήσυχος,Άνθρωπος που ανησυχεί πολύ,ηττοπαθής,Μοιρολάτρης,απαισιόδοξος
αισιόδοξος,Πόλυ Άννα
handworkers => χειρωνακτικοί εργάτες, handworker => τεχνίτης, handsful => χούφτα, handsels => δώρα, hands over => παραδίδει,