FAQs About the word handwrought

χειροποίητο

fashioned by hand or chiefly by hand processes

κατασκευασμένο,χειροποίητος,χειροποίητο,Σπιτικό,εγχειρίδιο,προσαρμογή,κατόπιν παραγγελίας ,κατόπιν παραγγελίας,Κατασκευασμένο κατά παραγγελία

αυτόματος,κατεργασμένο,μαζικής παραγωγής

handwriting on the wall => 'γραπτό στον τοίχο', hand-wringings => κρούειν τας χείρας, hand-wringing => στρίψιμο χεριών, handwringer => Στίφτης ρούχων, handworkers => χειρωνακτικοί εργάτες,