Greek Meaning of sanitized
απολυμασμένο
Other Greek words related to απολυμασμένο
- απολυμανμένος
- απολυμανμένο
- καθαρίζω
- καθαρισμένος
- καθαρίστηκε
- σκουπισμένο
- βουρτσισμένο
- καθαρισμένος
- Καθαρισμένο
- χτενισμένο
- Αποσμητικό
- στεγνό καθάρισμα
- σκονισμένος
- πλυμένο
- σφουγγάρισμα
- Βρώμικα (έξω)
- ξεπλυμένο
- καθαρισμένο
- σαμπουανάρισμα
- σπογγώδης
- σκουπισμένο
- Γλυκασμένο
- σάρωσε
- ηλεκτρική σκούπα
- πλυμένο
- φωτεινός
- Απορρυπαντικό
- δροσερός
- περιποιημένος (επίσημα)
- ίσιος (προς τα πάνω)
- τακτοποιημένο
- αποδείχτηκε
- Ακατάστατος
Nearest Words of sanitized
Definitions and Meaning of sanitized in English
sanitized (a)
made sanitary
FAQs About the word sanitized
απολυμασμένο
made sanitary
απολυμανμένος,απολυμανμένο,καθαρίζω,καθαρισμένος,καθαρίστηκε,σκουπισμένο,βουρτσισμένο,καθαρισμένος,Καθαρισμένο,χτενισμένο
βρώμικος,λερωμένος,Στιγμένος,Λεκιασμένος,Μολυσμένο,λερωμένος,βεβηλωμένος,Μολυσμένος,αποχρωματισμένο,θολό
sanitize => Απολύμανση, sanitization => απολύμανση, sanitised => απολυμασμένο, sanitise => Απολυμαίνω, sanitisation => απολύμανση,