Greek Meaning of mopped

σφουγγάρισμα

Other Greek words related to σφουγγάρισμα

Definitions and Meaning of mopped in English

Webster

mopped (imp. & p. p.)

of Mop

FAQs About the word mopped

σφουγγάρισμα

of Mop

βουρτσισμένο,καθαρισμένος,χτενισμένο,σκονισμένος,πλυμένο,ξεπλυμένο,καθαρισμένο,καθαρίστηκε,σαμπουανάρισμα,σκουπισμένο

βρώμικος,μαυρισμένος,βεβηλωμένος,αποχρωματισμένο,θολό,μολυσμένος,Λεκιασμένος,μολυσμένος,βρώμικος,λερωμένος

moplah => Moplah, mopish => κατσούφης, moping => κατηφής, mop-headed => Αχτένιστος, mopes => λυπάται,