Greek Meaning of mucked (out)

Βρώμικα (έξω)

Other Greek words related to Βρώμικα (έξω)

Definitions and Meaning of mucked (out) in English

mucked (out)

to clean (the place where a farm animal lives)

FAQs About the word mucked (out)

Βρώμικα (έξω)

to clean (the place where a farm animal lives)

βουρτσισμένο,καθαρισμένος,Καθαρισμένο,χτενισμένο,στεγνό καθάρισμα,σκονισμένος,πλυμένο,σφουγγάρισμα,ξεπλυμένο,καθαρισμένο

μαυρισμένος,βεβηλωμένος,αποχρωματισμένο,θολό,μολυσμένος,Λεκιασμένος,μολυσμένος,βρώμικος,λερωμένος,Στιγμένος

mucked (about or around) => γύρω, mucked => χαλιμένος, muck-a-muck => λάσπη, muck (out) => καθάρισμα, muck (about or around) => Κάνοντας βρώμικα [σε κάτι],