Greek Meaning of skidded

γλίστρησε

Other Greek words related to γλίστρησε

Definitions and Meaning of skidded in English

Webster

skidded (imp. & p. p.)

of Skid

FAQs About the word skidded

γλίστρησε

of Skid

αρνήθηκε,βουτηγμένο,έπεσε,έπεσε,βυθισμένος,αναποδογύρισμα,έπεσε κάθετα,μειωμένος,καταγόμενος,βούτηξε

προέκυψε,ανατέλλει,αυξημένος,ανυψωμένος,τοποθετημένος,τριαντάφυλλο,αιχμηρό,ανέβηκε,αύξησε,συσσωρευμένος

skiddaw => Σκίνταου, skid row => παραγκούπολη, skid road => Ολισθηρός δρόμος, skid lid => κράνος, skid => ολίσθηση,