Greek Meaning of congruousness
εναρμόνιση
Other Greek words related to εναρμόνιση
- ισορροπημένος
- Σύμφωνο
- κομψός
- αρμονικός
- αρμονικός
- συμμετρικός
- συμμετρικός
- αισθητικός
- καλλιτεχνικός
- συνοχή
- χαριτωμένος
- ευχάριστος
- ευχάριστος
- ευρυθμικός
- αισθητικός
- ευχάριστος
- γινόμενος
- συνεκτικός
- συμβατός
- συντονισμένος
- Ανταποκριτής
- αισθητικός
- αισθητικός
- ακόμα
- χαρούμενος
- ταιριαστό
- ταιριαστό
- τακτικός
- ικανοποιητικό
- Γεύση
- εuryθμικός
- αναλογικός
- ασύμμετρος
- ασύμμετρος
- ακατάστατος
- ασύmbato
- δυσαρμονικός
- ακανόνιστος
- ανισόρροπος
- άνισος
- ανομοιόμορφος
- Αντιφατικό
- δυσάρεστος
- δυσάρμοστος
- απεχθής
- μη καλλιτεχνικός
- Ασυμβίβαστο
- άκομψος
- άρρυθμος
- στραβό
- άνοστος
- άπρεπος
- άτυχος
- Αδιάφορος (adiáforos)
- δυσάρεστος
- ασύμμετρος
- δυσαρμονικός
- δυσάρεστος
- ανικανοποιητικός
- άχαρος
- ατυχής
- αντιαισθητικός
- Μη συντονισμένος
- αδέξιος
- άσχημος
Nearest Words of congruousness
- congruous => σύμφωνος
- congruity => συμβατότητα
- congruent => όμοιοσχήμοιος
- congruence => συνάφεια
- congridae => Συναγρίδες
- congreve => Κονγκρήβ
- congresswoman => μέλος του Κογκρέσου
- congressman => βουλευτής
- congressional record => Κογκρεσσιακό αρχείο
- congressional medal of honor => Μετάλλιο Τιμής του Κογκρέσου
Definitions and Meaning of congruousness in English
congruousness (n)
the quality of agreeing; being suitable and appropriate
FAQs About the word congruousness
εναρμόνιση
the quality of agreeing; being suitable and appropriate
ισορροπημένος,Σύμφωνο,κομψός,αρμονικός,αρμονικός,συμμετρικός ,συμμετρικός,αισθητικός,καλλιτεχνικός,συνοχή
ασύμμετρος,ασύμμετρος,ακατάστατος,ασύmbato,δυσαρμονικός,ακανόνιστος,ανισόρροπος,άνισος,ανομοιόμορφος,Αντιφατικό
congruous => σύμφωνος, congruity => συμβατότητα, congruent => όμοιοσχήμοιος, congruence => συνάφεια, congridae => Συναγρίδες,