Greek Meaning of incontrollable
ανεξέλεγκτος
Other Greek words related to ανεξέλεγκτος
- αδάμαστος
- επαναστατημένος
- ανυπότακτος
- πεισματάρης
- ανεξέλεγκτο
- Ακυβέρνητος
- αδιαχειρίστη
- εσκεμμένος
- εκούσιος
- δύσκολο
- δυσάρεστος
- πεισματάρης
- αδιόρθωτος
- αδιάλλακτος
- άτακτος
- πεισματάρης
- εκτός ελέγχου
- πυρίμαχος
- άκαμπτος
- ανεξέλεγκτος
- άτακτος
- δυσμενής
- ατίθασος
- θορυβώδης
- πεισματάρης
- αντίθετος
- ανυπάκουος
- πεισματάρης
- απείθαρχος
- απείθαρχος
- ανεξέλεγκτος
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- Γνώμη
- διεστραμμένος
- πεισματάρης
- άτακτος
- θορυβώδης
- αυθάδης
- Ακατάδεκτος
- αδιάθετος
- ατιμώρητος
- Άγρια
Nearest Words of incontrollable
- incontrovertibility => αναμφισβήτητο
- incontrovertible => αδιαμφισβήτητο
- incontrovertibleness => αναντίρρητος
- incontrovertibly => αναντίρρητα
- inconvenience => Ενόχληση
- inconvenience oneself => Να δημιουργήσετε δυσκολίες στον εαυτό σας
- inconveniency => ενόχληση
- inconvenient => ενοχλητικός
- inconveniently => δυσάρεστα
- inconversable => Απροσπέλαστος.
Definitions and Meaning of incontrollable in English
incontrollable (a.)
Not controllable; uncontrollable.
FAQs About the word incontrollable
ανεξέλεγκτος
Not controllable; uncontrollable.
αδάμαστος,επαναστατημένος,ανυπότακτος,πεισματάρης,ανεξέλεγκτο,Ακυβέρνητος,αδιαχειρίστη,εσκεμμένος,εκούσιος,δύσκολο
ελεγχόμενο,υπάκουος,διαχειρίσιμος,υπάκουος,χειραγωγίσιμος,Αποδεκτός,συμβατός,Κυβερνήσιμος,εύκαμπτος, εύπλαστος,λογικός
incontinently => αμέσως, incontinent => ακρατής, incontinency => Ακράτεια, incontinence => Ακράτεια, incontiguous => μη συνεχόμενος,