Greek Meaning of indocile

απείθαρχος

Other Greek words related to απείθαρχος

Definitions and Meaning of indocile in English

Wordnet

indocile (s)

incapable of being controlled

Webster

indocile (a.)

Not teachable; indisposed to be taught, trained, or disciplined; not easily instructed or governed; dull; intractable.

FAQs About the word indocile

απείθαρχος

incapable of being controlledNot teachable; indisposed to be taught, trained, or disciplined; not easily instructed or governed; dull; intractable.

θορυβώδης,ανυπάκουος,απείθαρχος,ανεξέλεγκτος,άτακτος,άτακτος,επαναστατημένος,θορυβώδης,ανεξέλεγκτος,δύσκολο

ελεγχόμενο,υπάκουος,διαχειρίσιμος,υπάκουος,υποτακτικός,χειραγωγίσιμος,Αποδεκτός,συμβατός,Κυβερνήσιμος,ειρηνικός

indocible => ανυπότακτος, indocibility => Αδιαφορία, indochinese peninsula => Χερσόνησος της Ινδοκίνας, indo-chinese => ινδοκίνεζος, indochina => Ινδοκίνα,