Greek Meaning of indocile
απείθαρχος
Other Greek words related to απείθαρχος
- θορυβώδης
- ανυπάκουος
- απείθαρχος
- ανεξέλεγκτος
- άτακτος
- άτακτος
- επαναστατημένος
- θορυβώδης
- ανεξέλεγκτος
- δύσκολο
- αδιόρθωτος
- αδιάλλακτος
- Κακός
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- ανεξέλεγκτο
- αδιάθετος
- αδιαχειρίστη
- ατιμώρητος
- άτακτος
- ατίθασος
- Άγρια
- εσκεμμένος
- πεισματάρης
- αντίθετος
- δυσάρεστος
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- ανεξέλεγκτος
- αδάμαστος
- Γνώμη
- διεστραμμένος
- πεισματάρης
- ανυπότακτος
- πυρίμαχος
- αυθάδης
- άκαμπτος
- Ακατάδεκτος
- Ακυβέρνητος
- δυσμενής
- εκούσιος
Nearest Words of indocile
- indocility => ανημερότητα
- indocin => Ινδοσίνη
- indoctrinate => διδάσκω
- indoctrinated => διδαγμένος
- indoctrinating => διδασκαλία δογμάτων
- indo-do-chinese languages => Ινδοκινεζικές γλώσσες
- indo-english => ινδοαγγλική
- indo-european => Ινδο-Ευρωπαϊκός
- indo-european language => Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα
- indogen => ενδογενής
Definitions and Meaning of indocile in English
indocile (s)
incapable of being controlled
indocile (a.)
Not teachable; indisposed to be taught, trained, or disciplined; not easily instructed or governed; dull; intractable.
FAQs About the word indocile
απείθαρχος
incapable of being controlledNot teachable; indisposed to be taught, trained, or disciplined; not easily instructed or governed; dull; intractable.
θορυβώδης,ανυπάκουος,απείθαρχος,ανεξέλεγκτος,άτακτος,άτακτος,επαναστατημένος,θορυβώδης,ανεξέλεγκτος,δύσκολο
ελεγχόμενο,υπάκουος,διαχειρίσιμος,υπάκουος,υποτακτικός,χειραγωγίσιμος,Αποδεκτός,συμβατός,Κυβερνήσιμος,ειρηνικός
indocible => ανυπότακτος, indocibility => Αδιαφορία, indochinese peninsula => Χερσόνησος της Ινδοκίνας, indo-chinese => ινδοκίνεζος, indochina => Ινδοκίνα,