Greek Meaning of unpunished

ατιμώρητος

Other Greek words related to ατιμώρητος

Definitions and Meaning of unpunished in English

Wordnet

unpunished (a)

not punished

FAQs About the word unpunished

ατιμώρητος

not punished

αντίθετος,δύσκολο,αδιόρθωτος,αδιάλλακτος,πεισματάρης,πεισματάρης,πεισματάρης,ανεξέλεγκτο,ανεξέλεγκτος,αδιάθετος

συμβατός,ελεγχόμενο,υπάκουος,διαχειρίσιμος,υπάκουος,υποτακτικός,χειραγωγίσιμος,Αποδεκτός,Κυβερνήσιμος,ειρηνικός

unpunctual => αναξιόπιστος, unpucker => χαλαρώνω, unpublished => αδημοσίευτος, unpublishable => Αδημοσίευτο, unprudential => απρόσεκτος,