Greek Meaning of gross out

αποκρουστικός

Other Greek words related to αποκρουστικός

Definitions and Meaning of gross out in English

Wordnet

gross out (v)

fill with distaste

lose one's nerve

FAQs About the word gross out

αποκρουστικός

fill with distaste, lose one's nerve

τρομάζω,τρομάζω,αηδία,απωθώ,αρρωσταίνω,δυσφορία,τρομοκρατώ,προκαλώ ναυτία,Εξοργισμός,αναβάλλω

γοητεία,ελκω,ξεγελώ,μαγεύω,γοητεία,ευχαρίστηση,αποπλίζω,ζωγραφίζω,μαγεύω,δελεάζω

gross national product => Ακαθάριστο εθνικό προϊόν, gross margin => μικτό κέρδος, gross estate => Μικτό ακίνητο, gross domestic product => ΑΕΠ, gross anatomy => Μακροσκοπική ανατομία,