Greek Meaning of gross-headed
Μεγαλόκεφαλος
Other Greek words related to Μεγαλόκεφαλος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of gross-headed
- grossbeak => Σπίζα
- gross ton => Μεικτός Τόνος
- gross sales => Ακαθάριστα έσοδα
- gross revenue => Ακαθάριστα έσοδα
- gross profit margin => Mεικτό περιθώριο κέρδους
- gross profit => μικτό κέρδος
- gross out => αποκρουστικός
- gross national product => Ακαθάριστο εθνικό προϊόν
- gross margin => μικτό κέρδος
- gross estate => Μικτό ακίνητο
Definitions and Meaning of gross-headed in English
gross-headed (a.)
Thick-skulled; stupid.
FAQs About the word gross-headed
Μεγαλόκεφαλος
Thick-skulled; stupid.
No synonyms found.
No antonyms found.
grossbeak => Σπίζα, gross ton => Μεικτός Τόνος, gross sales => Ακαθάριστα έσοδα, gross revenue => Ακαθάριστα έσοδα, gross profit margin => Mεικτό περιθώριο κέρδους,