Greek Meaning of gross margin
μικτό κέρδος
Other Greek words related to μικτό κέρδος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of gross margin
- gross national product => Ακαθάριστο εθνικό προϊόν
- gross out => αποκρουστικός
- gross profit => μικτό κέρδος
- gross profit margin => Mεικτό περιθώριο κέρδους
- gross revenue => Ακαθάριστα έσοδα
- gross sales => Ακαθάριστα έσοδα
- gross ton => Μεικτός Τόνος
- grossbeak => Σπίζα
- gross-headed => Μεγαλόκεφαλος
- grossification => διεύρυνση
Definitions and Meaning of gross margin in English
gross margin (n)
the ratio gross profits divided by net sales
FAQs About the word gross margin
μικτό κέρδος
the ratio gross profits divided by net sales
No synonyms found.
No antonyms found.
gross estate => Μικτό ακίνητο, gross domestic product => ΑΕΠ, gross anatomy => Μακροσκοπική ανατομία, gross => αηδιαστικός, groschen => Γκρόσι,