Greek Meaning of naively

αφελή

Other Greek words related to αφελή

Definitions and Meaning of naively in English

Wordnet

naively (r)

in a naive manner

Webster

naively (adv.)

In a naive manner.

FAQs About the word naively

αφελή

in a naive mannerIn a naive manner.

τυχαία,ειλικρινά,ανοικτά,απλά,ειλικρινά,αφελή,πραγματικά,αδαώς,αθώα,φυσικά

επιδεικτικά,επιδέξια,τεχνητά,μεθοδικά,απατηλά,παραπλανητική,με ανεντιμότητα,ψευδώς,ανειλικρινά,επιτηδευμένα

naive realism => Ναΐφ ρεαλισμός, naive art => Αφελής Τέχνη, naive => αφελης, naissant => εμβρυϊκός, naismith => Νέισμιθ,