Greek Meaning of lavisher

σπάταλος

Other Greek words related to σπάταλος

Definitions and Meaning of lavisher in English

Webster

lavisher (n.)

One who lavishes.

FAQs About the word lavisher

σπάταλος

One who lavishes.

υπερβολικός,εξωφρενικός,ακραίο,τρελός,απότομος,μπαρόκ ,διαβολικός,ατελείωτος,υπερβολικός,φανταχτερός

ανεπαρκής,Ανεπαρκής,μέτριος,σεμνός,λογικός,ανεπαρκής,μέτριος,ελάχιστος,ελάχιστος,εύκρατο

lavished => σπάταλος, lavish => σπάταλος, laving => στοργικός, lavic => λαβικός, laverock => Κοκκινολαίμης,