Greek Meaning of plethoric
πλεγμονώδης
Other Greek words related to πλεγμονώδης
- υπερβολικός
- εξωφρενικός
- ακραίο
- τρελός
- απότομος
- μπαρόκ
- διαβολικός
- ατελείωτος
- υπερβολικός
- φανταχτερός
- υπερβολικός
- άπειρος
- υπερβολικός
- ανυπόφορος
- σπάταλος
- υπερβολικός
- ανυπόφορος
- ανήθικος
- αδικαιολόγητος
- αδυσώπητος
- Λίγο πολύ
- απεριόριστος
- αμέτρητος
- ακατάλληλος
- ακατάλληλος
- απεριόριστος
- ληξιπρόθεσμο
- Υπερβολικά εξωφρενικός
- υπερβολικά
- υπεροπτικός
- άκαμπτος
- παχύς
- επιβλητικός
- αδικαιολόγητο
- ανεξέλεγκτος
- ανάρμοστος
- αδικαιολόγητος
Nearest Words of plethoric
Definitions and Meaning of plethoric in English
plethoric (s)
excessively abundant
plethoric (a.)
Haeving a full habit of body; characterized by plethora or excess of blood; as, a plethoric constitution; -- used also metaphorically.
FAQs About the word plethoric
πλεγμονώδης
excessively abundantHaeving a full habit of body; characterized by plethora or excess of blood; as, a plethoric constitution; -- used also metaphorically.
υπερβολικός,εξωφρενικός,ακραίο,τρελός,απότομος,μπαρόκ ,διαβολικός,ατελείωτος,υπερβολικός,φανταχτερός
ανεπαρκής,Ανεπαρκής,μέτριος,σεμνός,λογικός,ανεπαρκής,μέτριος,ελάχιστος,ελάχιστος,εύκρατο
plethoretic => Πληθωρικός , plethora => πληθώρα, plethodontidae => Πλευρωδοντίδες, plethodont => Πληθοδοντικός, plethodon cinereus => Πλεθόδων σινέρεους,