Greek Meaning of munificently

γενναιόδωρα

Other Greek words related to γενναιόδωρα

Definitions and Meaning of munificently in English

Wordnet

munificently (r)

in a generous manner

FAQs About the word munificently

γενναιόδωρα

in a generous manner

αφειδώς,χαρούμενα,γενναιόδωρα,παρακαλώ,Προσεκτικά,καλά,άφθονα,άφθονα,προσεκτικά,ωραία

ψυχρά,περιφρονητικά,ήρεμα,με περιφρόνηση,προκλητικά,αγενώς,περιφρονητικά,φειδωλά,φειδωλά,θυμωμένα

munificent => γενναιόδωρος, munificence => μεγαλοδωρία, munificate => γενναιόδωρος, munific => γενναιόδωρος, municipally => δημοτική,