Greek Meaning of hostilely

εχθρικά

Other Greek words related to εχθρικά

Definitions and Meaning of hostilely in English

Wordnet

hostilely (r)

with hostility; in a belligerent hostile manner

Webster

hostilely (adv.)

In a hostile manner.

FAQs About the word hostilely

εχθρικά

with hostility; in a belligerent hostile mannerIn a hostile manner.

πικρόχολα,εχθρικά,πικρά,καυστικά,περιφρονητικά,με περιφρόνηση,Απεχθώς,φθονερά,Ζήλια,κακόβουλα

ευγενικά,ευχάριστα,φιλικά,Φιλάνθρωπα,καλοπροαίρετα,θερμά,φιλικά,ευγενώς,παρακαλώ,ωραία

hostile witness => Εχθρικός μάρτυρας, hostile takeover => Εχθρική εξαγορά, hostile fire => Εχθρικά πυρά, hostile expedition => Εχθρική αποστολή, hostile => εχθρικός,