Greek Meaning of divinely
θεϊκά
Other Greek words related to θεϊκά
- αγγελικός
- συμπονετικά
- απαλά
- ερωτικά
- γλυκά
- με συμπαθεια
- τρυφερά
- ευχάριστα
- Αλτρουιστικά
- προσεκτικά
- συγκινητικά
- ευγενώς
- με ανθρώπινο τρόπο
- ευτυχώς
- ευχάριστα
- με ευαισθησία
- με προσοχή
- με ψυχή
- Προσεκτικά
- ευγενικά
- φιλικά
- Φιλάνθρωπα
- καλοπροαίρετα
- θερμά
- φιλικά
- με καλή διάθεση
- καλοπροαίρετα
- παρακαλώ
- ωραία
- με καλή καρδιά
Nearest Words of divinely
- divined => Πρόβλεψε
- divine unity => Θεϊκή ενότητα
- divine service => θεία λειτουργία
- divine right of kings => Θεϊκό δικαίωμα των βασιλιάδων
- divine right => Θεϊκό δικαίωμα
- divine revelation => θεϊκή αποκάλυψη
- divine office => ώρες
- divine messenger => Θεϊκός αγγελιοφόρος
- divine law => θεϊκός νόμος
- divine guidance => Θεϊκή καθοδήγηση
Definitions and Meaning of divinely in English
divinely (r)
by divine means
divinely (adv.)
In a divine or godlike manner; holily; admirably or excellently in a supreme degree.
By the agency or influence of God.
FAQs About the word divinely
θεϊκά
by divine meansIn a divine or godlike manner; holily; admirably or excellently in a supreme degree., By the agency or influence of God.
αγγελικός,συμπονετικά,απαλά,ερωτικά,γλυκά,με συμπαθεια,τρυφερά,ευχάριστα,Αλτρουιστικά,προσεκτικά
Απεχθώς,κακόβουλα,κακεντρεχώς,κακοήθης,κακά,άσχημα,κακοήθως,κακόβουλα,έντονα,πονηρά
divined => Πρόβλεψε, divine unity => Θεϊκή ενότητα, divine service => θεία λειτουργία, divine right of kings => Θεϊκό δικαίωμα των βασιλιάδων, divine right => Θεϊκό δικαίωμα,