Greek Meaning of law merchant
εμπορικό δίκαιο
Other Greek words related to εμπορικό δίκαιο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of law merchant
- law firm => Δικηγορικό γραφείο
- law enforcement agency => υπηρεσία επιβολής του νόμου
- law enforcement => επιβολή του νόμου
- law degree => Πτυχίο νομικής
- law court => Δικαστήριο
- law agent => Νομικός αντιπρόσωπος
- law => νόμος
- lavrock => Λαβροκ
- lavrenti pavlovich beria => Λαυρέντι Μπέρια
- lavour => εργασία, υπηρεσία
- law of action and reaction => νόμος δράσης και αντίδρασης
- law of archimedes => Αρχή του Αρχιμήδη
- law of areas => Νόμος εμβαδών
- law of averages => Νόμος μέσων όρων
- law of chemical equilibrium => Νόμος χημικής ισορροπίας
- law of closure => Νόμος της σύγκλισης
- law of common fate => νόμος της κοινής μοίρας
- law of conservation of energy => Νόμος διατήρησης της ενέργειας
- law of conservation of mass => Νόμος διατήρησης της μάζας
- law of conservation of matter => Νόμος διατήρησης της ύλης
Definitions and Meaning of law merchant in English
law merchant (n)
the body of rules applied to commercial transactions; derived from the practices of traders rather than from jurisprudence
FAQs About the word law merchant
εμπορικό δίκαιο
the body of rules applied to commercial transactions; derived from the practices of traders rather than from jurisprudence
No synonyms found.
No antonyms found.
law firm => Δικηγορικό γραφείο, law enforcement agency => υπηρεσία επιβολής του νόμου, law enforcement => επιβολή του νόμου, law degree => Πτυχίο νομικής, law court => Δικαστήριο,