FAQs About the word dragantine

Γεντιανή το μίκρο

A mucilage obtained from, or containing, gum tragacanth.

No synonyms found.

No antonyms found.

drag up => σύρετε προς τα επάνω, drag through the mud => Σύρετε μέσα στη λάσπη, drag out => σέρνω έξω, drag one's heels => καθυστερείν, drag one's feet => αναβάλλω,