Greek Meaning of instep
επιτάρσιο
Other Greek words related to επιτάρσιο
- ενέργεια
- Προσπάθεια
- προσπάθεια
- σημαίνει
- μέτρο
- κινώ
- μετατόπιση
- Πράξη
- κάνει
- πρόσφορος
- πρωτοβουλία
- λειτουργία
- διαδικασία
- διαδικασία
- διαδικασία
- πόρος
- προσπαθώ
- επίτευγμα
- επίτευγμα
- δραστηριότητα
- υπόθεση
- Επίτευξη
- επιχείρηση
- πραξικόπημα
- μάθημα
- ρωγμή
- συναλλαγή
- πράξη
- προσπάθεια, προσπάθεια
- Επιχείρηση
- δοκίμιο
- γεγονός
- προσπάθεια
- εκμεταλλεύομαι
- κατόρθωμα
- πηγαίνω
- Εργασία
- πόνοι
- περάσει
- πρότζεκτ
- πρόταση
- Πρόταση
- Θέρετρο
- μαχαιριά
- επιτυχία
- πράγμα
- δίκη
- θρίαμβος
- πρόβλημα
- Επιχείρηση
- χτύπημα
- ενώ
- δουλειά
- αντίστροφη βήμα
Nearest Words of instep
Definitions and Meaning of instep in English
instep (n)
the arch of the foot
the part of a shoe or stocking that covers the arch of the foot
instep (n.)
The arched middle portion of the human foot next in front of the ankle joint.
That part of the hind leg of the horse and allied animals, between the hock, or ham, and the pastern joint.
FAQs About the word instep
επιτάρσιο
the arch of the foot, the part of a shoe or stocking that covers the arch of the footThe arched middle portion of the human foot next in front of the ankle join
ενέργεια,Προσπάθεια,προσπάθεια,σημαίνει,μέτρο,κινώ,μετατόπιση,Πράξη,κάνει,πρόσφορος
Μεγάλη απόσταση,μίλι,άπειρο,μίλια μακριά,έτος φωτός
insteeping => Εμποτισμός, insteeped => εμποτισμένη, insteep => ακροπόδι, instead => αντί, instaure => εγκαθιστώ,